Η Χελώνα
Ο Τσουάνγκ Τσου με το καλάμι του ψάρευε στον ποταμό Που.
Ο πρίγκιπας του Τσου έστειλε δύο από τους καγκελάριούς του με ένα επίσημο έγγραφο:
Δια του παρόντος, σάς διορίζουμε Πρωθυπουργό.
Ο Τσουάνγκ Τσου κρατούσε το καλάμι του.
Κοιτάζοντας τον ποταμό Που, είπε:
Μου είπαν ότι υπάρχει μια ιερή χελώνα,
που θυσιάστηκε και άγιασε πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια,
που τιμήθηκε από τον πρίγκιπα, τυλιγμένη σε μετάξι,
μέσα σε μια πολύτιμη λειψανοθήκη,
πάνω σ’ ένα βωμό του ναού.
Τί νομίζετε; Είναι καλύτερο να θυσιαστεί κανείς και ν’ αφήσει ένα ιερό κέλυφος ως αντικείμενο λατρείας σε ένα σύννεφο θυμιάματος, για τρεις χιλιάδες χρόνια, ή είναι καλύτερο να ζήσει σαν μια συνηθισμένη χελώνα, που σέρνει την ουρά της στη λάσπη.
Για τη χελώνα, είπε ο καγκελάριος, είναι καλύτερα να ζει και να σέρνει την ουρά της στη λάσπη!
Πηγαίνετε στο παλάτι! είπε ο Τσουάνγκ Τσου. Αφήστε με εδώ να σέρνω την ουρά μου στη λάσπη.
Ο Τσουάνγκ Τσου με το καλάμι του ψάρευε στον ποταμό Που.
Ο πρίγκιπας του Τσου έστειλε δύο από τους καγκελάριούς του με ένα επίσημο έγγραφο:
Δια του παρόντος, σάς διορίζουμε Πρωθυπουργό.
Ο Τσουάνγκ Τσου κρατούσε το καλάμι του.
Κοιτάζοντας τον ποταμό Που, είπε:
Μου είπαν ότι υπάρχει μια ιερή χελώνα,
που θυσιάστηκε και άγιασε πριν από τρεις χιλιάδες χρόνια,
που τιμήθηκε από τον πρίγκιπα, τυλιγμένη σε μετάξι,
μέσα σε μια πολύτιμη λειψανοθήκη,
πάνω σ’ ένα βωμό του ναού.
Τί νομίζετε; Είναι καλύτερο να θυσιαστεί κανείς και ν’ αφήσει ένα ιερό κέλυφος ως αντικείμενο λατρείας σε ένα σύννεφο θυμιάματος, για τρεις χιλιάδες χρόνια, ή είναι καλύτερο να ζήσει σαν μια συνηθισμένη χελώνα, που σέρνει την ουρά της στη λάσπη.
Για τη χελώνα, είπε ο καγκελάριος, είναι καλύτερα να ζει και να σέρνει την ουρά της στη λάσπη!
Πηγαίνετε στο παλάτι! είπε ο Τσουάνγκ Τσου. Αφήστε με εδώ να σέρνω την ουρά μου στη λάσπη.
O ΙΗΣΟΥΣ ΕΙΠΕ:
Το βασίλειο είναι σαν το βοσκό που είχε εκατό πρόβατα.
Ένα από αυτά, το πιο χοντρό, χάθηκε.
Άφησε τα ενενήντα εννέα κι έψαχνε το ένα, μέχρι που το βρήκε.
Κουρασμένος, είπε στο πρόβατο:
Σ’ αγαπώ περισσότερο από τα ενενήντα εννέα.
Το βασίλειο είναι σαν το βοσκό που είχε εκατό πρόβατα.
Ένα από αυτά, το πιο χοντρό, χάθηκε.
Άφησε τα ενενήντα εννέα κι έψαχνε το ένα, μέχρι που το βρήκε.
Κουρασμένος, είπε στο πρόβατο:
Σ’ αγαπώ περισσότερο από τα ενενήντα εννέα.
ΤΟ ΚΡΙΝΟ
Και το σεμνό τριαντάφυλλο έβγαλε ένα αγκάθι
το πρόβατο το ταπεινό ένα κέρατο άγριο
αλλά το κρίνο το λευκό σε αγάπης φως θα χαίρεται
και μήτε αγκάθι ή απειλή θα κηλιδώνουν την αγνή ομορφιά του.
Και το σεμνό τριαντάφυλλο έβγαλε ένα αγκάθι
το πρόβατο το ταπεινό ένα κέρατο άγριο
αλλά το κρίνο το λευκό σε αγάπης φως θα χαίρεται
και μήτε αγκάθι ή απειλή θα κηλιδώνουν την αγνή ομορφιά του.
Ο ΓΕΡΟ-ANTONIO ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟ ΕΡΩΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΚΙΑ
«Ενας γερο-σοφός , ο Πουρέπετσα μου διηγήθηκε πώς ο έρωτας που μοιάζει ανέφικτος συνηθίζει να αναζητά παράξενους δρόμους για να δώσει το φιλί που ακυρώνει τη δυαδικότητα.
» Και ποιος έρωτας μπορεί να είναι πιο ανέφικτος από αυτόν της σκιάς με το φως, της σελήνης με τον ήλιο; Και έλεγε ο Πουρέπετσα ότι οι πρόγονοί του διηγούνται μ’ αυτήν την ιστορία την ανέφικτη ανάσα που ένωσε και ενώνει αυτά τα δύο:
» Ο ήλιος, που έχει το όνομα Κουρικαουέρι, αγάπησε και αγαπήθηκε από την Σαρατάνγκα, που ήταν το όνομα της σελήνης. Ήταν τέτοιος ο έρωτάς τους και τέτοια
η ανάγκη τους ν’ αγγίζει ο ένας την άλλη, που δεν αποχωρίζονταν καθόλου. Υπέφεραν τότε οι άνθρωποι και η γη από τις συνέπειες αυτού του πάθους που ήταν ενάντια σε όλα.
» Το έμαθε η Νάνα Κουεράπερι, η μάνα φύση, η γη, η αρχή και το τέλος, η πιο μεγαλειώδης και σοφή, και ήταν μεγάλη η έκπληξή της, γιατί, όταν δημιούργησε τον ήλιο και ξεκίνησε η σελήνη το ταξίδι της στον ουρανό, τους είχε εξηγήσει ποια θα ήταν η δουλειά τους: τη μέρα ήταν η σειρά του ήλιου να ταξιδεύει, ενώ δουλειά της σελήνης ήταν να ξεγλιστρά τη νύχτα. Αλλά ο έρωτας που είχε γίνει πάθος και για τους δύο, αθετούσε τη συμφωνία του πρώτου καιρού. Θύμωσε τότε η Νάνα Κουεράπερι και κάλεσε και τους δύο ενώπιον της και τους είπε:
“Εγώ δημιούργησα τα πάντα, τα ποτάμια, τις θάλασσες, τη γη και τα βουνά. Τα γέμισα με δέντρα, ζώα, φυτά και λουλούδια. Δημιούργησα έπειτα τον άντρα και τη γυναίκα για να ζουν πάνω μου και μαζί μου. Όμως το ηφαίστειο άδειαζε το θυμό του πάνω στις κοιλάδες, ενώ η σψ- πίρι, η αστραπή, κι ο ανίκονα, το σύννεφο, αγαπήθηκαν τόσο πολύ που έγιναν βροχή μεγάλη και το νερό κάλυψε τα πάντα. Για να λυθεί αυτό, δημιουργηθήκατε εσείς. Η Σαρατάνγκα έπρεπε να περιμένει στο σπίτι ενώ ο Κου- ρικαουέρι ζέσταινε τη γη και στο διάβα του άνθιζαν τα λουλούδια και μεγάλωνε και ωρίμαζε το καλαμπόκι που είναι η καρδιά και η τροφή του λαού μου. Όταν επέστρεφε στο σπίτι ο Κουρικαουέρι, η σελήνη έπρεπε να φύγει μαζί με τη μεγάλη αστροφώτιστη παρέα της, για να γίνει φύλακας του κόσμου.”
» Η Σελήνη και ο Ήλιος διαμαρτυρήθηκαν, αλλά η Νάνα Κουεράπερι, η μάνα γη, δεν συγκινήθηκε και θυμωμένη έβγαλε την απόφαση: Μαζί δεν θα ξαπλώσετε και τα δέρματά σας δεν θα ενωθούν.
» Έκλαψαν οι δύο ασεβείς εραστές και από τα δάκρυα που έπεσαν στη γη βλάστησαν ρίζες, λουλούδια και καρποί θαυμαστοί. Από τότε, ο ήλιος ταξιδεύει τη μέρα και η σελήνη άγρυπνά τη νύχτα.
» Αλλά λένε επίσης ότι ο Ήλιος κι η Σελήνη, επειδή δεν είχαν τόπο και χρόνο για να βρεθούν κρυφά, να αγγιχτούν και να αγαπηθούν, έφτιαξαν μια γωνιά στο δωμάτιο του χρόνου, για να μπορούν να συναντιούνται η σκιά και το φως. Γι’ αυτό υπάρχουν ξημερώματα που η σελήνη- φύλακας αφήνει τη βροχή και τ’ αστέρια να τη σκεπάσουν και, φορώντας μόνο τα σύννεφα, τυλίγεται στην αγκαλιά του ήλιου, κι εκείνος γίνεται πιο φωτεινός κι εκείνη πιο αμυδρή, και τότε πέφτει κι άλλη βροχή, και κάτι που μοιάζει με μακρύ αναστεναγμό γίνεται άνεμος στη σιωπηλή γη».
Σώπασε ο γερο-Αντόνιο και αμέσως ένας άνεμος τάραξε τη νύχτα και βασίλεψε ξανά η βροχή, αν και μου φάνηκε πως ήταν μια πολύ διαφορετική βροχή...
Όταν ακούω ιστορίες για φανταστικούς έρωτες, όπως αυτή που μου διηγήθηκε ο γερο-Αντόνιο και τώρα τη λέω και σε σας, σκέφτομαι ότι δεν ξέρω αν υπάρχει θεός, αλλά θαύματα υπάρχουν.
Αυτά. Χαιρετισμούς. Και μακάρι, αν δεν έχετε τόπο, η σκιά και το φως να γίνουν ο κόσμος που χρειάζεται και αξίζει η αγωνία σας.
ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους - την έλεγαν Ψυχή - ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. ’ Ετσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν οι προσευχές λησμονήθηκαν οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε.
Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί: πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον ' Ερωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. ' Ετσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη. Οι δύο άδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του. Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν και έφυγαν. Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι.
Σ’ αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύ-λαχτο. Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου· η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».
Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να μπορεί να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της.
' Ετσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη. Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως· θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή τού υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο' αν όχι, θνητό.
Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμιζαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από τον Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αριθμητούς θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής' τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από
καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας. Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώσει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν πατρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. ’ Ομως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα' αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. ' Ενας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η Ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. ' Ετσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και σ άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο ' Ερωτας, πιο ωραίος κι απ' ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του: το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον ' Ερωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. ' Αδικος κόπος' το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.
Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο ' Ερωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ’ ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος.
Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.
' Υστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον ' Ερωτα. ' Αδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκατα-λείψει. Ούτε η ' Ηρα ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον ' Ερωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η θλίψη και η ' Εγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα1 άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος - στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι - και να το βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι - που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων - και ύστερα ο αετός του Δία - που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής.
Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Η ατυχία της, όμως , δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους· αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας, που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να κατα-πραϋνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του ' Ερωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα τής χαρίζεται η αθανασία' ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή.
«Ενας γερο-σοφός , ο Πουρέπετσα μου διηγήθηκε πώς ο έρωτας που μοιάζει ανέφικτος συνηθίζει να αναζητά παράξενους δρόμους για να δώσει το φιλί που ακυρώνει τη δυαδικότητα.
» Και ποιος έρωτας μπορεί να είναι πιο ανέφικτος από αυτόν της σκιάς με το φως, της σελήνης με τον ήλιο; Και έλεγε ο Πουρέπετσα ότι οι πρόγονοί του διηγούνται μ’ αυτήν την ιστορία την ανέφικτη ανάσα που ένωσε και ενώνει αυτά τα δύο:
» Ο ήλιος, που έχει το όνομα Κουρικαουέρι, αγάπησε και αγαπήθηκε από την Σαρατάνγκα, που ήταν το όνομα της σελήνης. Ήταν τέτοιος ο έρωτάς τους και τέτοια
η ανάγκη τους ν’ αγγίζει ο ένας την άλλη, που δεν αποχωρίζονταν καθόλου. Υπέφεραν τότε οι άνθρωποι και η γη από τις συνέπειες αυτού του πάθους που ήταν ενάντια σε όλα.
» Το έμαθε η Νάνα Κουεράπερι, η μάνα φύση, η γη, η αρχή και το τέλος, η πιο μεγαλειώδης και σοφή, και ήταν μεγάλη η έκπληξή της, γιατί, όταν δημιούργησε τον ήλιο και ξεκίνησε η σελήνη το ταξίδι της στον ουρανό, τους είχε εξηγήσει ποια θα ήταν η δουλειά τους: τη μέρα ήταν η σειρά του ήλιου να ταξιδεύει, ενώ δουλειά της σελήνης ήταν να ξεγλιστρά τη νύχτα. Αλλά ο έρωτας που είχε γίνει πάθος και για τους δύο, αθετούσε τη συμφωνία του πρώτου καιρού. Θύμωσε τότε η Νάνα Κουεράπερι και κάλεσε και τους δύο ενώπιον της και τους είπε:
“Εγώ δημιούργησα τα πάντα, τα ποτάμια, τις θάλασσες, τη γη και τα βουνά. Τα γέμισα με δέντρα, ζώα, φυτά και λουλούδια. Δημιούργησα έπειτα τον άντρα και τη γυναίκα για να ζουν πάνω μου και μαζί μου. Όμως το ηφαίστειο άδειαζε το θυμό του πάνω στις κοιλάδες, ενώ η σψ- πίρι, η αστραπή, κι ο ανίκονα, το σύννεφο, αγαπήθηκαν τόσο πολύ που έγιναν βροχή μεγάλη και το νερό κάλυψε τα πάντα. Για να λυθεί αυτό, δημιουργηθήκατε εσείς. Η Σαρατάνγκα έπρεπε να περιμένει στο σπίτι ενώ ο Κου- ρικαουέρι ζέσταινε τη γη και στο διάβα του άνθιζαν τα λουλούδια και μεγάλωνε και ωρίμαζε το καλαμπόκι που είναι η καρδιά και η τροφή του λαού μου. Όταν επέστρεφε στο σπίτι ο Κουρικαουέρι, η σελήνη έπρεπε να φύγει μαζί με τη μεγάλη αστροφώτιστη παρέα της, για να γίνει φύλακας του κόσμου.”
» Η Σελήνη και ο Ήλιος διαμαρτυρήθηκαν, αλλά η Νάνα Κουεράπερι, η μάνα γη, δεν συγκινήθηκε και θυμωμένη έβγαλε την απόφαση: Μαζί δεν θα ξαπλώσετε και τα δέρματά σας δεν θα ενωθούν.
» Έκλαψαν οι δύο ασεβείς εραστές και από τα δάκρυα που έπεσαν στη γη βλάστησαν ρίζες, λουλούδια και καρποί θαυμαστοί. Από τότε, ο ήλιος ταξιδεύει τη μέρα και η σελήνη άγρυπνά τη νύχτα.
» Αλλά λένε επίσης ότι ο Ήλιος κι η Σελήνη, επειδή δεν είχαν τόπο και χρόνο για να βρεθούν κρυφά, να αγγιχτούν και να αγαπηθούν, έφτιαξαν μια γωνιά στο δωμάτιο του χρόνου, για να μπορούν να συναντιούνται η σκιά και το φως. Γι’ αυτό υπάρχουν ξημερώματα που η σελήνη- φύλακας αφήνει τη βροχή και τ’ αστέρια να τη σκεπάσουν και, φορώντας μόνο τα σύννεφα, τυλίγεται στην αγκαλιά του ήλιου, κι εκείνος γίνεται πιο φωτεινός κι εκείνη πιο αμυδρή, και τότε πέφτει κι άλλη βροχή, και κάτι που μοιάζει με μακρύ αναστεναγμό γίνεται άνεμος στη σιωπηλή γη».
Σώπασε ο γερο-Αντόνιο και αμέσως ένας άνεμος τάραξε τη νύχτα και βασίλεψε ξανά η βροχή, αν και μου φάνηκε πως ήταν μια πολύ διαφορετική βροχή...
Όταν ακούω ιστορίες για φανταστικούς έρωτες, όπως αυτή που μου διηγήθηκε ο γερο-Αντόνιο και τώρα τη λέω και σε σας, σκέφτομαι ότι δεν ξέρω αν υπάρχει θεός, αλλά θαύματα υπάρχουν.
Αυτά. Χαιρετισμούς. Και μακάρι, αν δεν έχετε τόπο, η σκιά και το φως να γίνουν ο κόσμος που χρειάζεται και αξίζει η αγωνία σας.
ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν σε μια πολιτεία μεγάλη, πλούσια και δυνατή ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Η μικρότερη από τις τρεις κόρες τους - την έλεγαν Ψυχή - ήταν τόσο όμορφη, που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να παραβληθεί. ’ Ετσι, όποιος την έβλεπε, έπεφτε θαμπωμένος και την προσκυνούσε σαν να είχε μπροστά του την ίδια τη θεά. Με τον καιρό όλοι πίστεψαν πως η ψυχή δεν ήταν παρά η ίδια η θεά του έρωτα που είχε κατεβεί στη γη. Τα ιερά της Αφροδίτης στην Πάφο, στα Κύθηρα, στην Κνίδο, ερημώθηκαν οι προσευχές λησμονήθηκαν οι θυσίες σταμάτησαν. Ο κόσμος, που λάτρευε πριν τη μεγάλη θεά, σαγηνεύτηκε από την ομορφιά της θνητής, και αυτήν προσκυνούσε πια και λάτρευε.
Η Αφροδίτη δεν άντεξε την προσβολή και αποφάσισε να εκδικηθεί: πρόσταξε λοιπόν το γιο της, τον ' Ερωτα, να χτυπήσει την αντίζηλό της με τα βέλη του και να την κάνει να αγαπήσει παράφορα τον πιο ασήμαντο και περιφρονημένο άνθρωπο του κόσμου. ' Ετσι, όπως άλλωστε γίνεται συχνά, η ομορφιά της Ψυχής στάθηκε η αιτία της μεγάλης της δυστυχίας: όλοι οι νέοι έμειναν μαγεμένοι από τη χάρη της, κανείς όμως δεν αποφάσιζε να την κάνει γυναίκα του, και η Ψυχή έμενε μόνη και έρημη. Οι δύο άδερφές της είχαν παντρευτεί πριν από καιρό στα ξένα, και η Ψυχή, κλεισμένη στο παλάτι, έκλαιγε τη μοίρα της και καταριόταν την ομορφιά της.
Όταν ο βασιλιάς είδε κι απόειδε, αποφάσισε να ρωτήσει το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο, για την τύχη της κόρης του. Η απάντηση του θεού ήταν αλλόκοτη και σκληρή: έπρεπε να οδηγήσουν την Ψυχή νυφοστολισμένη, σαν να ήταν να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο, στην πιο ψηλή κορφή ενός έρημου και μακρινού βουνού. Εκεί θα συναντούσε το γαμπρό που της είχε τάξει το ριζικό της: ένα πελώριο φίδι φτερωτό που προξενούσε το φόβο και τον τρόμο, ακόμη και στον μεγάλο Δία. Τρόμαξε ο βασιλιάς. Μήπως όμως μπορούσε να κάνει κι αλλιώς; Έτσι όλος ο λαός, μαζί με τους γονείς της, τη συνόδεψε με κλάματα και μοιρολόγια ως την κορφή του βουνού, όπου την άφησαν και έφυγαν. Τότε ο Ζέφυρος την ανασήκωσε, και ταξιδεύοντάς την πάνω από στεριές και θάλασσες, την έφερε και την άφησε μέσα σε ένα μαγεμένο περιβόλι.
Σ’ αυτό το περιβόλι η Ψυχή σαστισμένη πήρε να σεργιανάει εδώ κι εκεί, όταν ξαφνικά βρέθηκε μπροστά σ’ ένα ολόχρυσο παλάτι, εντελώς αφύ-λαχτο. Παρ' όλο το φόβο που ένιωθε, μπήκε μέσα και άρχισε να το τριγυρίζει, ώσπου άκουσε μια φωνή: «όλα όσα βλέπεις, κυρά μου, είναι δικά σου. Μη φοβάσαι! Κάθισε να ξαποστάσεις, και όταν θελήσεις να λουστείς και να νοιαστείς για την ομορφιά σου, φώναξέ μας να σε βοηθήσουμε. Εμείς είμαστε οι υπηρέτες σου· η κάθε σου επιθυμία είναι για μας προσταγή».
Πραγματικά, οι υπηρέτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιποιηθούν και να τη διασκεδάσουν. Τη βοήθησαν να λουστεί, της έστρωσαν πλούσιο το τραπέζι και της τραγούδησαν, χωρίς όμως να μπορεί να τους δει. Τη νύχτα έφτασε ο άγνωστος άντρας της και μέσα στο βαθύ σκοτάδι την έκανε δική του, προτού όμως ξημερώσει ακόμη, χάθηκε από κοντά της.
' Ετσι περνούσε ο καιρός: την ημέρα οι αόρατοι υπηρέτες φρόντιζαν να μην της λείψει τίποτα και τη νύχτα ερχόταν ο μυστηριώδης εραστής της και την έκανε ευτυχισμένη. Στο μεταξύ οι γονείς της γερνούσαν μέσα στην απελπισία και στο πένθος. Κοντά τους είχαν έρθει οι δυο άλλες θυγατέρες τους και προσπαθούσαν μάταια να τους παρηγορήσουν. Αλλά και η Ψυχή άρχισε να αισθάνεται δυστυχισμένη: ολομόναχη τη μέρα να ζει ανάμεσα σε αόρατα πνεύματα και το βράδυ να πλαγιάζει στην αγκαλιά ενός άντρα, που ούτε για μια στιγμή δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπό του. Στο τέλος με δάκρυα και παρακάλια καταφέρνει η Ψυχή να πείσει τον άντρα της μέσα στα χάδια να επιτρέψει να έρθουν, ας είναι και για λίγον καιρό, οι αδερφές της για να της κρατήσουν συντροφιά. Η άδεια δίνεται, με έναν όρο όμως: «Μπορείς, της είπε, να τους χαρίσεις ό,τι θελήσουν από τα πλούτη του παλατιού. Μα μην πλανηθείς από τα λόγια τους και θελήσεις να με αντικρίσεις στο φως· θα με χάσεις για πάντα και θα γίνεις δυστυχισμένη». Η Ψυχή τού υπόσχεται να σεβαστεί την επιθυμία του. Άλλωστε και η ίδια τον έχει αγαπήσει στο μεταξύ και δεν θέλει να τον χάσει. Ξέρει ακόμη πως από τη διαγωγή της θα εξαρτηθεί και η φύση του παιδιού που έχει στα σπλάχνα της: αν συμμορφωθεί με την εντολή του άντρα της, το παιδί που θα γεννήσει θα είναι αθάνατο' αν όχι, θνητό.
Ύστερα από λίγες μέρες οι αδερφές ανεβαίνουν στο βουνό για να κλάψουν την Ψυχή, που τη νόμιζαν πια χαμένη για πάντα. Στους θρήνους τους αποκρίνεται η φωνή της ίδιας της Ψυχής που τις καλεί κοντά της. Σε λίγο, ταξιδεμένες κι αυτές από τον Ζέφυρο, βρίσκονται μέσα στο παλάτι. Η χαρά τους είναι ανείπωτη. Όμως, σιγά σιγά αρχίζουν να ζηλεύουν την τύχη της αδερφής τους και ο φθόνος τους μεγαλώνει ύστερα από κάθε επίσκεψη, καθώς η Ψυχή, εντελώς ανυποψίαστη για τα αισθήματά τους, τις σεργιανίζει μέσα στο παλάτι και τους δείχνει τους αριθμητούς θησαυρούς. Στους γέρους γονείς τους δεν λένε κουβέντα για την τύχη της Ψυχής' τους αφήνουν να πιστεύουν πως η μικρότερη αδερφή είναι από
καιρό πεθαμένη. Οι φθονερές αδερφές δεν σκέφτονται παρά μόνο πώς θα κάνουν κακό στην Ψυχή. Δεν σταματούν να τη ρωτούν για τον άντρα της. Και η Ψυχή αναγκάζεται στο τέλος να τους πει ψέματα, πως τάχα ο άντρας της είναι ένας νέος όμορφος και δυνατός που περνά τη μέρα του πάνω στα βουνά κυνηγώντας. Η ομολογία της Ψυχής κάνει να φουντώσει ακόμα πιο πολύ ο φθόνος στα στήθη των αδερφάδων της, γιατί και οι δυο έχουν πατρευτεί γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες. ’ Ομως και ο σύντροφος της Ψυχής ξέρει τι διαθέσεις έχουν οι κακές αδερφές και σε κάθε ευκαιρία την προειδοποιεί για την ανεπανόρθωτη καταστροφή που θα προκαλέσει η ίδια αν τυχόν παραβεί την εντολή του. Οι αδερφές της ωστόσο επιμένουν να μάθουν λεπτομέρειες και έτσι, κάποτε που η Ψυχή ξεχάστηκε και είπε πως ο άντρας της είναι κάποιος πλούσιος έμπορος από την κοντινή επαρχία, κάπως μεγάλος στην ηλικία, πέφτουν πάνω της και την αναγκάζουν να παραδεχτεί, μια και η ίδια άλλα τους είχε πει πιο παλιά, πως τον άντρα της δεν τον είχε ποτέ δει στα μάτια της. Στο τέλος κατορθώνουν να την πείσουν πως αυτός ο άγνωστος άντρας της δεν ήταν παρά το φοβερό φίδι που μνημόνευε η προφητεία του Απόλλωνα' αν τη φροντίζει, της είπαν, είναι γιατί θέλει να τη φάει, μόλις το παιδί μεγαλώσει στα σπλάχνα της. ' Ενας μόνο τρόπος υπάρχει για να γλιτώσει από το θάνατο: μια νύχτα, να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η Ψυχή βασανίστηκε πολύ ώσπου να πάρει την απόφαση, αλλά στο τέλος πίστεψε πως αυτή θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη. ' Ετσι, μια μέρα, όταν έπεσε το σκοτάδι και σ άντρας της πλάγιασε κοντά της και αποκοιμήθηκε βαθιά, σηκώθηκε και άναψε το λυχνάρι. Κάτω όμως από το φως του η Ψυχή τα έχασε: μπροστά της βρισκόταν ο ίδιος ο ' Ερωτας, πιο ωραίος κι απ' ό,τι τον φανταζόταν. Στα πόδια του κρεβατιού ήταν ριγμένα τα άρματά του: το τόξο, η φαρέτρα και τα βέλη. Η Ψυχή πήρε τότε μια σαΐτα και, καθώς την περιεργαζόταν, πληγώθηκε ελαφρά στο δάχτυλο. Από κείνη τη στιγμή, χωρίς και η ίδια να το καταλάβει, ερωτεύεται παράφορα τον ίδιο τον ' Ερωτα. Μετανιωμένη για την ευπιστία και την αμυαλιά της προσπαθεί να αυτοκτονήσει για να τιμωρήσει τον εαυτό της. ' Αδικος κόπος' το μαχαίρι γλιστρά και πέφτει από το χέρι της.
Ξαφνικά, μια σταγόνα καφτό λάδι χύνεται από το λυχνάρι και πέφτει πάνω στον γυμνό ώμο του κοιμισμένου θεού. Ο ' Ερωτας πετιέται πάνω αλαφιασμένος από τον πόνο και, διαπιστώνοντας την απιστία της γυναίκας του, ανοίγει τα φτερά του για να φύγει. Μόλις που προφταίνει η Ψυχή να πιαστεί από το πόδι του και να ανυψωθεί μαζί του πάνω στα σύννεφα. Ύστερα από λίγο, εξαντλημένη από την κούραση, πέφτει στη γη, χωρίς να σκοτωθεί. Και ο Έρωτας όμως κατέβηκε, στάθηκε στην κορυφή ενός κοντινού κυπαρισσιού, και αφού της παραπονέθηκε για την αχαριστία που έδειξε, πέταξε πάλι στα ύψη. Η Ψυχή ρίχτηκε από την απελπισία της σ’ ένα ποτάμι για να πνιγεί, εκείνο όμως τη σήκωσε απαλά πάνω στα νερά του και την άφησε πάνω στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Παν, που βρισκόταν εκεί κοντά, κατάφερε να τη μεταπείσει και να της δώσει θάρρος.
Από εκείνη τη στιγμή ένας είναι ο σκοπός της ζωής της: να ξαναβρεί τη χαμένη της ευτυχία. Πρώτα όμως πρέπει να τιμωρήσει τις αδερφές της. Στην πρώτη εξομολογείται πως ο Έρωτας έφυγε από κοντά της, τάχα για να παντρευτεί εκείνην. Δεν χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια για να πειστεί η φθονερή αδερφή να παρατήσει τον άντρα της, λέγοντάς του πως τάχα πέθαναν οι γονείς της, να ανεβεί στο βουνό και να γκρεμιστεί στα βράχια, πιστεύοντας ως την τελευταία στιγμή πως θα τη σηκώσει, όπως και την άλλη φορά, ο Ζέφυρος. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώνεται και η δεύτερη.
' Υστερα από την τιμωρία τους, η Ψυχή ξεκινάει να βρει τον ' Ερωτα. ' Αδικα όμως παραδέρνει σε στεριές και θάλασσες. Οι θεοί την έχουν εγκατα-λείψει. Ούτε η ' Ηρα ούτε η Δήμητρα, παρόλο που τη συμπονούν, δέχονται να τη βοηθήσουν, όταν καταφεύγει στα ιερά τους, γιατί δεν θέλουν να έρθουν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη, που τη μισεί θανάσιμα, επειδή μπόρεσε αυτή, μια θνητή, να ξελογιάσει το γιο της. Τέλος, πηγαίνει στο παλάτι της Αφροδίτης, με την ελπίδα πως εκεί θα έβρισκε τον ' Ερωτα, και πέφτει ασυλλόγιστα στα χέρια της. Από καιρό άλλωστε η θεά είχε στείλει τον Ερμή να τη βρει και να την οδηγήσει με το καλό ή με τη βία μπροστά της.
Από τη στιγμή αυτή αρχίζουν οι μεγάλες δοκιμασίες για την Ψυχή. Δύο έμπιστες δούλες της ζηλότυπης θεάς, η θλίψη και η ' Εγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα1 άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η Αφροδίτη η ίδια τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα την προστάζει μέσα σε λίγες ώρες να ξεδιαλέξει από έναν τεράστιο σωρό καρπούς της γης το κάθε είδος - στάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι - και να το βάλει χωριστά. Η Ψυχή καταφέρνει να τα βγάλει πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Την άλλη μέρα υποχρεώνεται να πάει να βρει και να φέρει το χρυσό μαλλί από τα άγρια πρόβατα του βουνού, και ύστερα να κουβαλήσει νερό από την πηγή της Στύγας, που τη φύλαγαν, νύχτα και μέρα, δράκοι ακοίμητοι. Στις επικίνδυνες αυτές αποστολές δεν της έλειψαν ωστόσο οι παραστάτες: πρώτα το προφητικό καλάμι - που τη συμβούλεψε να μαζέψει με την ησυχία της τις τούφες το μαλλί που άφηναν τα πρόβατα πάνω στα αγκάθια των θάμνων - και ύστερα ο αετός του Δία - που γέμισε το κανάτι με το νερό της πηγής.
Οι δοκιμασίες όμως και τα βάσανα της Ψυχής δεν τελειώνουν. Η Αφροδίτη τη στέλνει στον Κάτω Κόσμο να δανειστεί από την Περσεφόνη την αλοιφή της ομορφιάς, μια και η δική της είχε τελειώσει. Και αυτή τη φορά η Ψυχή, παίρνοντας κουράγιο από τη δύναμη του πάθους της και έχοντας βοηθό έναν μαγικό πύργο, θα τα καταφέρει, όχι βέβαια χωρίς δοκιμασίες. Ο πύργος αυτός, όπου είχε ανέβει για να αυτοκτονήσει, τη συμβούλεψε πώς θα κατεβεί στον Άδη και της φανέρωσε τι είχε να αντιμετωπίσει εκεί. Η ατυχία της, όμως , δεν είχε όρια. Μόλις πήρε το βάζο με τη θεϊκή αλοιφή, θέλησε να δοκιμάσει η ίδια το θαυματουργό φάρμακο, ελπίζοντας πως, αν έβαζε λίγη αλοιφή στο πρόσωπό της, θα γινόταν ακόμη πιο όμορφη, και έτσι θα μπορούσε να ξανακερδίσει την αγάπη του Έρωτα. Τη στιγμή όμως που άνοιξε το βάζο, ένιωσε να την τυλίγει σαν αποπνικτικός καπνός, ο Ύπνος, και έχασε τις αισθήσεις της.
Τα βάσανα της Ψυχής βρίσκονται όμως πια στο τέλος τους· αρκετά είχε δοκιμαστεί. Ο Έρωτας, που δεν την είχε ποτέ απολησμονήσει, κατορθώνει να γλιστρήσει από το δωμάτιο όπου τον είχε κλειδωμένο η Αφροδίτη, τάχα για να του γιατρέψει την πληγή, τρέχει και ξανακλείνοντας τον Ύπνο μέσα στο βάζο, τη συνεφέρνει. Έπειτα κατορθώνει, σε ένα συμβούλιο των θεών, να κατα-πραϋνει το θυμό της μητέρας του με τη βοήθεια του Δία, που αντιμετωπίζει με κατανόηση την περιπέτεια του ' Ερωτα, και πρωτοστατεί στο μεγάλο γλέντι που στήνεται στον Όλυμπο, για να τιμηθεί η γαμήλια ένωση του θεού με τη θνητή. Η Ψυχή γίνεται πια επίσημα γυναίκα του και την ίδια ώρα τής χαρίζεται η αθανασία' ύστερα από λίγο καιρό φέρνει στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή.